Πολυμνίας

Πολυμνίας
Πολυμνίᾱς , Πολύμνια
Polyhymnia
fem acc pl
Πολυμνίᾱς , Πολύμνια
Polyhymnia
fem gen sg (attic doric aeolic)
Πολυμνίᾱς , Πολυμνίη
fem acc pl
Πολυμνίᾱς , Πολυμνίη
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυμάθεια — η / πολυμάθεια, ΝΜΑ, και πολυμαθία και ιων. τ. πολυμαθίη, Α [πολυμαθής] 1. η ιδιότητα τού πολυμαθούς, το να έχει μάθει κανείς και να γνωρίζει πολλά 2. ως κύριο όν. άλλη ονομασία τής μούσας Πολύμνιας …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό και Ιστορικό Αίγινας — Στεγάζεται από τον Ιούνιο του 1997 στον πρώτο όροφο του αρχοντικού του λαογράφου και συγγραφέα Παναγή Ηρειώτη (οδός Σπύρου Ρόδη). Η συλλογή του αποτελείται από παραδοσιακά ελληνικά έπιπλα του τέλους του 19ου αι., αντικείμενα οικιακής χρήσης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”